- ἀπροσμήχανος
- ἀπροσ-μήχᾰνος, ον, = foreg., Sch.A.R.1.1053.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπροσμήχανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσμήχανε — ἀπροσμήχανος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek